προσκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκάρδιος:''' Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[καρδιά]], σε Βίωνα.
|lsmtext='''προσκάρδιος:''' Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[καρδιά]], σε Βίωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτι-κ-, ον<br />at the [[heart]], [[Bion]].
}}
}}

Revision as of 00:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκάρδιος Medium diacritics: προσκάρδιος Low diacritics: προσκάρδιος Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: proskárdios Transliteration B: proskardios Transliteration C: proskardios Beta Code: proska/rdios

English (LSJ)

Dor. ποτι-, ον,

   A at the heart, ἕλκος Bion 1.17.

German (Pape)

[Seite 767] dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάρδιος: Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος, περι-κάρδιος)].

Greek Monotonic

προσκάρδιος: Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, σε Βίωνα.

Middle Liddell

doric ποτι-κ-, ον
at the heart, Bion.