πυρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρεύς:''' έως ὁ предполож. жаровня Anth.
|elrutext='''πῠρεύς:''' έως ὁ предполож. жаровня Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρεύς, έως, ὁ, [πῦρ]<br />a [[fire]]-[[proof]] [[vessel]], Anth.
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεύς Medium diacritics: πυρεύς Low diacritics: πυρεύς Capitals: ΠΥΡΕΥΣ
Transliteration A: pyreús Transliteration B: pyreus Transliteration C: pyreys Beta Code: pureu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (πῦρ)

   A one who lights fire or burns, Hsch. (pl.); πυρις (sic), = flamines, Gloss. (fort. ἱερεῖς).    II fire-proof vessel, cj. in AP13.13.

German (Pape)

[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, Hesych. – Ein sonst unbekanntes Gefäß, πυρῆ' ἀνέθηκε, Ep. ad. 119 (XIII, 13).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεύς: έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. σκεῦος ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte de réchaud.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α πυρεύω
(κατά τον Ησύχ.)
1. εμπρηστής, πυρπολητής
2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά.

Greek Monotonic

πῠρεύς: -έως, ὁ (πῦρ), ανθεκτικό στη φωτιά σκεύος, πυρίμαχο σκεύος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρεύς: έως ὁ предполож. жаровня Anth.

Middle Liddell

πῠρεύς, έως, ὁ, [πῦρ]
a fire-proof vessel, Anth.