πτολιπόρθης: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.
|elnltext=πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = [[πτολίπορθος]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθης Medium diacritics: πτολιπόρθης Low diacritics: πτολιπόρθης Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΗΣ
Transliteration A: ptolipórthēs Transliteration B: ptoliporthēs Transliteration C: ptoliporthis Beta Code: ptolipo/rqhs

English (LSJ)

   A v. πτολίπορθος.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, = πτολίπορθος, Aesch. Ag. 459.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, ἴδε πτολίπορθος.

French (Bailly abrégé)

ου;
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πτολίπορθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πτολίπορθος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Greek Monotonic

πτολῐπόρθης: -ου, ὁ, = πτολίπορθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθης: Aesch. = πτολίπορθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθης -ου [~ πτολίπορθος] stedenverwoester.

Middle Liddell

πτολῐ-πόρθης, ου, ὁ, = πτολίπορθος, Aesch.]