πώλειος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πώλειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Σουΐδ. | |lsmtext='''πώλειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πώλειος]], η, ον<br />of a [[foal]], [[χαίτη]] Suid. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A of a foal, χαίτη Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.
Greek Monolingual
-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.
Greek Monotonic
πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.