σιδηρουργεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηρουργεῖον:''' τό (*[[ἔργω]]), [[σιδηρουργείο]], [[τόπος]] κατεργασίας σιδήρου, [[σιδεράδικο]], [[σιδηροπωλείο]], σε Στράβ. | |lsmtext='''σῐδηρουργεῖον:''' τό (*[[ἔργω]]), [[σιδηρουργείο]], [[τόπος]] κατεργασίας σιδήρου, [[σιδεράδικο]], [[σιδηροπωλείο]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρ-ουργεῖον, ου, τό, [*[[ἔργω]]<br />[[iron]]-works, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A iron-mine, Str.4.2.2, 5.1.8, 17.2.2.
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisengrube, Eisenschmiede, Strab. 4, 2, 2 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρουργεῖον: τό, ἐργαστήριον σιδήρου, Στράβ. 191, 214, 821.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de forgeron.
Étymologie: σιδηρουργός.
Greek Monotonic
σῐδηρουργεῖον: τό (*ἔργω), σιδηρουργείο, τόπος κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο, σιδηροπωλείο, σε Στράβ.