σοφισμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme. | |elnltext=σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σοφισμάτιον]], ου, τό, [from [[σοφίζω]]<br />Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
German (Pape)
[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σόφισμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.
Greek Monotonic
σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σοφισμάτιον: (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.
Middle Liddell
σοφισμάτιον, ου, τό, [from σοφίζω
Luc.