συναμφότεροι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναμφότεροι:''' -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με περιληπτική [[σημασία]], τὸ ξυναμφότερον = [[συναμφότεροι]], σε Πλάτ.· [[τοῦτο]] συναμφότερον, η ενωμένη αυτή [[δύναμη]], σε Δημ.
|lsmtext='''συναμφότεροι:''' -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με περιληπτική [[σημασία]], τὸ ξυναμφότερον = [[συναμφότεροι]], σε Πλάτ.· [[τοῦτο]] συναμφότερον, η ενωμένη αυτή [[δύναμη]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-αμφότεροι, αι, α,<br />[[both]] [[together]], Theogn., Hdt., [[attic]]:—sg. in [[collective]] [[sense]], τὸ ξ. = [[συναμφότεροι]], Plat.; [[τοῦτο]] συναμφότερον [[this]] united [[power]], Dem.
}}
}}

Revision as of 01:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμφότεροι Medium diacritics: συναμφότεροι Low diacritics: συναμφότεροι Capitals: ΣΥΝΑΜΦΟΤΕΡΟΙ
Transliteration A: synamphóteroi Transliteration B: synamphoteroi Transliteration C: synamfoteroi Beta Code: sunamfo/teroi

English (LSJ)

αι, α,

   A both together, Thgn.820, Hdt.1.147, 3.97, al., SIG56.5 (Argos, v B.C.); τὰ σ. Pl.Phlb.46c, etc.    2 sg. in collective tive sense, ὁ σ. [βίος] ib.22a; τὸ σ. the complex of both, Id.Smp.209b, Ti.87e, Epicur.Sent.3. Gal.6.237, Plot.4.3.26, 6.9.2; or without the Art., Pl.R.400c, Sph.250c, Gal.16.743; τοῦτο σ. this united power, D.2.14.    3 Math., of the sum of two things, συναμφότερα τὰ Δ, M, . . Euc.5.8: more freq. in sg., συναμφότερος ὁ Α, Δ, the sum of Α, Δ, Id.7.5; συναμφότερος ὁ ΑΓ the sum ΑΓ (sc. of AB, ΒΓ), ib.28, cf. Papp.94.7: neut. as Subst., τὸ σ. ὅ τε κύκλος καὶ τὸ Β Χωρίον Archim.Sph.Cyl.1.6, cf. 2.9, Spir.27.

Greek (Liddell-Scott)

συναμφότεροι: -αι, -α, ἀμφότεροι ὁμοῦ, Θέογν. 818, Ἡρόδ. 1. 147., 3. 97, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· τὰ ξ. Πλάτ. Φίληβ. 46C, κτλ. 2) ἑνικ., ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, ὁ ξ. βίος αὐτόθι 22Α· τὸ ξ. = συναμφότεροι, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 209Β, ἐν Τιμ. 87Ε ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 400C· τοῦτο συναμφότερον, ἡ ἡνωμένη αὕτη δύναμις, Δημ. 22. 6.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
les uns et les autres ensemble, tous les deux ensemble ; au sg. collect. qui concerne deux personnes ou deux choses ensemble.
Étymologie: σύν, ἀμφότεροι.

Greek Monotonic

συναμφότεροι: -αι, -α, μαζί και οι δυο, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, τὸ ξυναμφότερον = συναμφότεροι, σε Πλάτ.· τοῦτο συναμφότερον, η ενωμένη αυτή δύναμη, σε Δημ.

Middle Liddell

συν-αμφότεροι, αι, α,
both together, Theogn., Hdt., attic:—sg. in collective sense, τὸ ξ. = συναμφότεροι, Plat.; τοῦτο συναμφότερον this united power, Dem.