συναποδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-αποδιδράσκω, stamaor. συναπέδραν, sigm. aor. συναπέδρασα, samen (met...) weglopen, met dat. met iem.
|elnltext=συν-αποδιδράσκω, stamaor. συναπέδραν, sigm. aor. συναπέδρασα, samen (met...) weglopen, met dat. met iem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to run [[away]] [[along]] with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor2 inf.), Ar.
}}
}}

Revision as of 01:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποδιδράσκω Medium diacritics: συναποδιδράσκω Low diacritics: συναποδιδράσκω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: synapodidráskō Transliteration B: synapodidraskō Transliteration C: synapodidrasko Beta Code: sunapodidra/skw

English (LSJ)

   A run away along with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor. 2) Ar.Ra.81, cf. J.BJ1.8.6; aor. 1 part. συναποδράσαντος Luc.Asin.27.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναποδιδράσκω: ἀποδιδράσκω ὁμοῦ μετά τινος, ξυναποδρᾶναί τινι (ἀόρ. β΄), Ἀριστοφ. Βάτρ. 81· ἀόρ. α΄ συναποδράσαντος, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.

French (Bailly abrégé)

ao. συναπέδρασα, ao.2 συναπέδραν;
s’enfuir ou s’échapper avec.
Étymologie: σύν, ἀποδιδράσκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
δραπετεύω μαζί με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδιδράσκω «δραπετεύω»].

Greek Monotonic

συναποδιδράσκω: δραπετεύω μαζί με κάποιον· ξυναποδρᾶναί τινι (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συναποδιδράσκω: (aor. 1 συναπέδρᾱσα, aor. 2 συναπέδρᾱν) убегать вместе (τινί Arph.): συναιχμάλωτος, συναποδράς Luc. вместе попавший в плен (и) вместе бежавший (из плена).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποδιδράσκω, stamaor. συναπέδραν, sigm. aor. συναπέδρασα, samen (met...) weglopen, met dat. met iem.

Middle Liddell


to run away along with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor2 inf.), Ar.