σύσσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.
|elnltext=σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύσ-σῑτος, ὁ,<br />one who eats [[together]], a [[messmate]], Theogn., Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 01:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσῑτος Medium diacritics: σύσσιτος Low diacritics: σύσσιτος Capitals: ΣΥΣΣΙΤΟΣ
Transliteration A: sýssitos Transliteration B: syssitos Transliteration C: syssitos Beta Code: su/ssitos

English (LSJ)

ὁ,

   A messmate, Thgn.309, Hdt.5.24, Ar.V.557 (anap.), Ra.1075 (anap.), Pl.602 (anap.), Pl.Lg.806e (ξυσσιτίων codd.), X.Cyr.8.7.14, Arist. Pol.1314a10; member of common-room of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1043] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ συνέστιος, Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσῑτος: ὁ, ὁ ὁμοῦ σιτούμενος, ὁμοῦ ἐσθίων, ὁμοτράπεζος, Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec ; ὁ σύσσιτος convive, commensal.
Étymologie: σύν, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].

Greek Monotonic

σύσσῑτος: ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας, ομόσιτος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

σύσσῑτος: ὁ застольный товарищ, сотрапезник Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.

Middle Liddell

σύσ-σῑτος, ὁ,
one who eats together, a messmate, Theogn., Hdt., attic