ταριχευτής: Difference between revisions
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰρῑχευτής:''' οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod. | |elrutext='''τᾰρῑχευτής:''' οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]<br />an embalmer, of mummies, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:42, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.
Greek Monotonic
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.
Middle Liddell
τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]
an embalmer, of mummies, Hdt.