τριπιθήκινος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' трижды, т. е. вполне обезьяний ([[ῥύγχος]] Anth.).
|elrutext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' трижды, т. е. вполне обезьяний ([[ῥύγχος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον<br />[[thrice]] or [[thoroughly]] apish, Anth.
}}
}}

Revision as of 01:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπῐθήκῐνος Medium diacritics: τριπιθήκινος Low diacritics: τριπιθήκινος Capitals: ΤΡΙΠΙΘΗΚΙΝΟΣ
Transliteration A: tripithḗkinos Transliteration B: tripithēkinos Transliteration C: tripithikinos Beta Code: tripiqh/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).

Middle Liddell

τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.