τυφήρης: Difference between revisions
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῡφήρης:''' зажженный, горящий ([[λύχνος]] Anth.). | |elrutext='''τῡφήρης:''' зажженный, горящий ([[λύχνος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τῡφ-[[ήρης]], ες [from [[τύφη]]<br />made from [[τύφη]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:01, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A made from τύφη, λύχνος AP6.249 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1165] ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend, λύχνος Antip. Thess. 13 (VI, 249).
Greek (Liddell-Scott)
τῡφήρης: -ες, πεποιημένος ἐκ τύφης· λύχνος Ἀνθ. Π. 6. 249.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui est en feu, qui brûle.
Étymologie: τῦφος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
1. κατασκευασμένος από τύφη
2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].
Greek Monotonic
τῡφήρης: -ες, ὁ, κατασκευασμένος από τύφη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τῡφήρης: зажженный, горящий (λύχνος Anth.).