ὑμνητός: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(4b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑμνητός:''' [adj. verb. к [[ὑμνέω]] достойный прославления ([[ἀνήρ]] Pind.). | |elrutext='''ὑμνητός:''' [adj. verb. к [[ὑμνέω]] достойный прославления ([[ἀνήρ]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑμνητός]], ή, όν verb. adj. of [[ὑμνέω]]<br />sung of, praised, lauded, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.
German (Pape)
[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.
English (Slater)
ὑμνητός
1 celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
Greek Monotonic
ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).
Middle Liddell
ὑμνητός, ή, όν verb. adj. of ὑμνέω
sung of, praised, lauded, Pind.