φρονηματίζομαι: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(4b) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φρονημᾰτίζομαι:''' зазнаваться, кичиться (ἐπί τινι Polyb.): φρονηματισθέντες ἔκ τινος и πεφρονηματισμένοι διά τι Arst. возгордившиеся чем-л. | |elrutext='''φρονημᾰτίζομαι:''' зазнаваться, кичиться (ἐπί τινι Polyb.): φρονηματισθέντες ἔκ τινος и πεφρονηματισμένοι διά τι Arst. возгордившиеся чем-л. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φρονημᾰτίζομαι, [from [[φρόνημα]]<br />Pass. to [[become]] [[presumptuous]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to become presumptuous, Arist.Pol.1274a13; φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων ib.1341a30; πεφρονηματισμένοι διά τι ib.1284b2, cf. D.S.5.24; ἐπὶ τοῖς γεγονόσι Plb.21.25.8, D.S.9.2; c. dat., νίκῃ Id.12.48; πλῆθος τῶν -ισμένων ὡς ὁμοίων κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1306b28; φ. ὅτι . . to get a notion that... Sch.Theoc.14.48.
Greek (Liddell-Scott)
φρονημᾰτίζομαι: Παθ., γίνομαι φρονηματίας, ὑψηλόφρων ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων αὐτόθι 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι αὐτόθι 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, νομίζω, φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.
French (Bailly abrégé)
s’enorgueillir.
Étymologie: φρόνημα.
Russian (Dvoretsky)
φρονημᾰτίζομαι: зазнаваться, кичиться (ἐπί τινι Polyb.): φρονηματισθέντες ἔκ τινος и πεφρονηματισμένοι διά τι Arst. возгордившиеся чем-л.
Middle Liddell
φρονημᾰτίζομαι, [from φρόνημα
Pass. to become presumptuous, Arist.