φρενομανής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φρενομᾰνής:''' беснующийся, исступленный Aesch. | |elrutext='''φρενομᾰνής:''' беснующийся, исступленный Aesch. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φρενο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br />distracting the [[mind]], maddening, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A distracted, maddened, A.Ag.1140 (lyr.), Aristodem.8.1 φρενο-μόρως, Adv., (μόρος) suffering from a calamity to the mind, νοσοῦντα φ. S. Aj.626 (lyr.; -βόρως Dindorf).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, wahnsinnig, unsinnig, Aesch. Ag. 1111.
Greek (Liddell-Scott)
φρενομᾰνής: -ές, ὁ ἔχων μανιώδεις φρένας, παράφρων φρενομανής τις εἶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1140.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
à l’esprit égaré.
Étymologie: φρήν, μαίνομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο-μανής, χορο-μανής].
Greek Monotonic
φρενομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που απομακρύνει το μυαλό, παράφρων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φρενομᾰνής: беснующийся, исступленный Aesch.
Middle Liddell
φρενο-μᾰνής, ές μαίνομαι
distracting the mind, maddening, Aesch.