χρυσοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρῡσοτευχής:''' в сияющих золотом доспехах ([[Ῥῆσος]] Eur.).
|elrutext='''χρῡσοτευχής:''' в сияющих золотом доспехах ([[Ῥῆσος]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσο-τευχής, ές [[τεῦχος]]<br />with [[golden]] [[armour]], Eur.
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοτευχής Medium diacritics: χρυσοτευχής Low diacritics: χρυσοτευχής Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: chrysoteuchḗs Transliteration B: chrysoteuchēs Transliteration C: chrysotefchis Beta Code: xrusoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with golden armour, Id.Rh.340.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτευχής: -ές, ὁ ἔχων χρυσᾶ τεύχη, χρυσῆν πανοπλίαν, Εὐρ. Ρῆσ. 340.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
revêtu d’une armure d’or.
Étymologie: χρυσός, τεῦχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

χρῡσοτευχής: -ές (τεῦχος), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, χρυσή πανοπλία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοτευχής: в сияющих золотом доспехах (Ῥῆσος Eur.).

Middle Liddell

χρῡσο-τευχής, ές τεῦχος
with golden armour, Eur.