κελευθοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελευθοπόρος:''' ὁ путник, странник Anth. | |elrutext='''κελευθοπόρος:''' ὁ путник, странник Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κελευθο-[[πόρος]], ὁ,<br />a [[wayfarer]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A wayfarer, AP7.337.
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Ep. ad. 664 (VII, 337).
Greek (Liddell-Scott)
κελευθοπόρος: ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 7. 337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος, πορεύομαι.
Greek Monolingual
κελευθοπόρος, ὁ (Α)
επιγρ. οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι-πόρος, οδοι-πόρος.
Greek Monotonic
κελευθοπόρος: ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθοπόρος: ὁ путник, странник Anth.