ὠκυδίνητος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.). | |elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,<br />[[quick]]-whirling, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,
A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].
Greek Monotonic
ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
Middle Liddell
ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.