κερτομία: Difference between revisions
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κερτομία:''' ἡ Hom. (только pl.) = [[κερτόμησις]]. | |elrutext='''κερτομία:''' ἡ Hom. (только pl.) = [[κερτόμησις]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κερτομία]], ἡ, [from [[κερτομέω]]<br />= [[κερτόμησις]], jeering, [[mockery]], in pl., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας [[ἀφέξω]] Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A mockery, in pl., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.20.202, 433; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.20.263.
German (Pape)
[Seite 1425] ἡ, Schmähung, Spott, Hom. im plur., κερτομίας ἠδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il. 20, 201. 433, κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od. 20, 263.
Greek (Liddell-Scott)
κερτομία: ἡ, = τῷ προηγ., ἐν τῷ πληθ. κερτομίας ἤδ’ αἴσυλα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 433· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Ὀδ. Υ. 263.
Greek Monolingual
κερτομία, ἡ (Α) κέρτομος
κερτόμησις, σκώμμα, χλευασμός («κερτομίας καί χεῑρας ἀφέξω», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
κερτομία: ἡ, = το προηγ.· στον πληθ., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερτομία -ας, ἡ [κερτομέω] meestal plur. bespotting.
Russian (Dvoretsky)
κερτομία: ἡ Hom. (только pl.) = κερτόμησις.
Middle Liddell
κερτομία, ἡ, [from κερτομέω
= κερτόμησις, jeering, mockery, in pl., κερτομίας ἤδ' αἴσυλα μυθήσασθαι Il.; κερτομίας καὶ χεῖρας ἀφέξω Od.