λυπρότης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυπρότης:''' -ητος, ἡ, [[αθλιότητα]], μη [[γονιμότητα]], [[ακαρπία]] της γης, σε Στράβ.
|lsmtext='''λυπρότης:''' -ητος, ἡ, [[αθλιότητα]], μη [[γονιμότητα]], [[ακαρπία]] της γης, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λυπρότης]], ητος,<br />[[poverty]], of [[land]], Strab.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρότης Medium diacritics: λυπρότης Low diacritics: λυπρότης Capitals: ΛΥΠΡΟΤΗΣ
Transliteration A: lyprótēs Transliteration B: lyprotēs Transliteration C: lyprotis Beta Code: lupro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.

Greek Monolingual

λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.

Greek Monotonic

λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.

Middle Liddell

λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.