μεριμνητής: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεριμνητής:''' οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец. | |elrutext='''μεριμνητής:''' οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μεριμνητής]], οῦ, ὁ, [from [[μεριμνάω]]<br />one who is [[anxious]] [[about]] a [[thing]], c. gen., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.
Greek Monolingual
μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».
Greek Monotonic
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μεριμνητής: οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.
Middle Liddell
μεριμνητής, οῦ, ὁ, [from μεριμνάω
one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.