μετάδουπος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετάδουπος:''' ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.).
|elrutext='''μετάδουπος:''' ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-δουπος, ον<br />falling at [[haphazard]], Hes.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδουπος Medium diacritics: μετάδουπος Low diacritics: μετάδουπος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: metádoupos Transliteration B: metadoupos Transliteration C: metadoupos Beta Code: meta/doupos

English (LSJ)

ον,

   A falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.

German (Pape)

[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.

Greek Monolingual

μετάδουπος, -ον (Α)
αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, οπλό-δουπος)].

Greek Monotonic

μετάδουπος: -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μετάδουπος: ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.).

Middle Liddell

μετά-δουπος, ον
falling at haphazard, Hes.