μικκύλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μικκύλος:''' [ῠ], υποκορ. του [[μικρός]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''μικκύλος:''' [ῠ], υποκορ. του [[μικρός]], σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Dim. of [[μικρός]], Mosch.]
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικκύλος Medium diacritics: μικκύλος Low diacritics: μικκύλος Capitals: ΜΙΚΚΥΛΟΣ
Transliteration A: mikkýlos Transliteration B: mikkylos Transliteration C: mikkylos Beta Code: mikku/los

English (LSJ)

[ῠ], Dim. of μικρός, Mosch.1.13.

German (Pape)

[Seite 183] dim. zu μικκός, dor., Mosch. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μικκύλος: [ῠ], ὑποκορ. τοῦ μικρός, Μόσχ. 1. 13.

Greek Monolingual

μικκύλος, -ον (Α)
υποκορ. του μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + υποκορ. κατάλ. -ύλος, πρβλ. ερωτ-ύλος].

Greek Monotonic

μικκύλος: [ῠ], υποκορ. του μικρός, σε Μόσχ.

Middle Liddell

[Dim. of μικρός, Mosch.]