μύλαξ: Difference between revisions
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth. | |elrutext='''μύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μύ˘λαξ, ακος, [[μύλη]]<br />a millstone, a [[large]] [[round]] [[stone]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.
German (Pape)
[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).
Greek (Liddell-Scott)
μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (μύλη) μυλόπετρα, πᾶς μέγας καὶ στρογγύλος λίθος, Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― ἐντεῦθεν μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
pierre meulière ; grosse pierre, roche.
Étymologie: μύλη.
English (Autenrieth)
ακος: mill-stone, then of any large round stone, pl., Il. 12.161†.
Greek Monolingual
μύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μυλόπετρα
2. μεγάλη και στρογγυλή πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. λίθ-αξ)].
Greek Monotonic
μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (μύλη), Επικ. δοτ. πληθ. μυλάκεσσι, μυλόπετρα, μεγάλη στρογγυλή πέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ мельничный камень, жернов, тж. (вообще) большой камень Hom., Anth.