μυρσινών: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυρσῐνών:''' Αττ. [[μυρρινών]], -ῶνος, ὁ, [[άλσος]] από μυρτιές, Λατ. [[myrtetum]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μυρσῐνών:''' Αττ. [[μυρρινών]], -ῶνος, ὁ, [[άλσος]] από μυρτιές, Λατ. [[myrtetum]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μυρσῐνών, αττιξ [[μυρρινών]], ῶνος, ὁ,<br />a [[myrtle]]-[[grove]], Lat. [[myrtetum]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ,
A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.
German (Pape)
[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)· Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156· - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
bois de myrte.
Étymologie: μυρρίνη.
Greek Monotonic
μυρσῐνών: Αττ. μυρρινών, -ῶνος, ὁ, άλσος από μυρτιές, Λατ. myrtetum, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μυρσῐνών, αττιξ μυρρινών, ῶνος, ὁ,
a myrtle-grove, Lat. myrtetum, Ar.