ὁλοσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁλοσχέρεια:''' ἡ, γενικού τύπου [[διερεύνηση]] ή [[συνυπολογισμός]], σε Στράβ.
|lsmtext='''ὁλοσχέρεια:''' ἡ, γενικού τύπου [[διερεύνηση]] ή [[συνυπολογισμός]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁλοσχέρεια]], ἡ,<br />a [[general]] [[survey]] or [[estimate]], Strab. [from [[ὁλοσχερής]]
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσχέρεια Medium diacritics: ὁλοσχέρεια Low diacritics: ολοσχέρεια Capitals: ΟΛΟΣΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: holoschéreia Transliteration B: holoschereia Transliteration C: oloschereia Beta Code: o(losxe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A general survey or estimate, Str.2.1.24, Corn.ND 20 ; καθ' ὁλοσχέρειαν in general terms, διαλέγεσθαι Phld.Rh.1.251 S. ; κατὰ ὁλοσχέρειαν, opp. κατὰ μέρη, S.E.M.10.53.    2 lumpiness, solidity, Ruf. ap. Orib.8.24.34.

German (Pape)

[Seite 327] ἡ, Gesammtheit, allgemeine Uebersicht oder Berechnung in Bausch und Bogen; Strab. 2, 1, 23; οἱ ἐν τῷ αὐτῷ καθ' ὁλοσχέρειαν χρόνῳ γεννηθέντες, S. Emp. adv. astrol. 88; Ggstz von κατὰ μέρη, adv. phys. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσχέρεια: ἡ, ὁλικότης, κεφαλαιώδης ὑπολογισμός, Στράβ. 79.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
universalité, généralité, ensemble.
Étymologie: ὁλοσχερής.

Greek Monolingual

ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) ολοσχερής
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.

Greek Monotonic

ὁλοσχέρεια: ἡ, γενικού τύπου διερεύνηση ή συνυπολογισμός, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὁλοσχέρεια, ἡ,
a general survey or estimate, Strab. [from ὁλοσχερής