ὁμιλητός: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμῑλητός:''' общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν [[θράσος]] Aesch. невыносимое высокомерие.
|elrutext='''ὁμῑλητός:''' общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν [[θράσος]] Aesch. невыносимое высокомерие.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμῑλητός, ή, όν [[ὁμιλέω]]<br />with whom one may [[consort]], οὐχ [[ὁμιλητός]] [[unapproachable]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλητός Medium diacritics: ὁμιλητός Low diacritics: ομιλητός Capitals: ΟΜΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: homilētós Transliteration B: homilētos Transliteration C: omilitos Beta Code: o(milhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A with whom one may converse or consort, οὐχ ὁ. θράσος A.Th.189.    II τὸ ὁ. conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.

German (Pape)

[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
avec qui l’on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.

Greek Monotonic

ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.

Middle Liddell

ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.