ὀρθόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[σωστός]] στη [[γνώμη]] του.
|lsmtext='''ὀρθόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), [[σωστός]] στη [[γνώμη]] του.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθό-δοξος, ον, [[δόξα]]<br />[[right]] in [[opinion]].
}}
}}

Revision as of 04:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόδοξος Medium diacritics: ὀρθόδοξος Low diacritics: ορθόδοξος Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: orthódoxos Transliteration B: orthodoxos Transliteration C: orthodoksos Beta Code: o)rqo/docos

English (LSJ)

ον,

   A orthodox in religion, Cod.Just.1.5.21, al., MAMA1.290 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 374] recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα
2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες
β) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.
επίρρ...
ορθοδόξως και ορθόδοξαὀρθοδόξως)
με ορθόδοξο τρόπο. '
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύ-δοξος].

Greek Monotonic

ὀρθόδοξος: -ον (δόξα), σωστός στη γνώμη του.

Middle Liddell

ὀρθό-δοξος, ον, δόξα
right in opinion.