παλιμμήκης: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλιμμήκης:''' двойной продолжительности, удвоенный ([[χρόνος]] Aesch.). | |elrutext='''πᾰλιμμήκης:''' двойной продолжительности, удвоенный ([[χρόνος]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλιμ-μήκης, ες [[μῆκος]]<br />[[doubly]] [[long]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.
Greek Monolingual
παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].
Greek Monotonic
πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμμήκης -ες [πάλιν, μῆκος] dubbel zo lang:. χρόνος tijd Aeschl. Ag. 196.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμμήκης: двойной продолжительности, удвоенный (χρόνος Aesch.).