πάμμεγας: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάμμεγας -μεγάλη -μεγα [πᾶς, μέγας] enorm, immens; overdr. heel belangrijk:. δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα de professionals denken dat dat enorm belangrijk is Plat. Phaedr. 273a. | |elnltext=πάμμεγας -μεγάλη -μεγα [πᾶς, μέγας] enorm, immens; overdr. heel belangrijk:. δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα de professionals denken dat dat enorm belangrijk is Plat. Phaedr. 273a. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[very]] [[great]], [[immense]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
άλη, α,
A very great, immense, Pl.Phdr.273a, Ti.26e, etc.: Sup. παμμέγιστος Ael.VH10.2.
German (Pape)
[Seite 453] -μεγάλη, -μεγα, sehr groß; δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι, Plat. Phaedr. 273 a; Tim. 26 e; Sp., wie Luc Icarom. 15. Dazu unregelmäßiger superl. παμμέγιστος, Ael. V. H. 10, 2 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 516.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμεγᾰς: άλη, α, παραπολὺ μέγας, πελώριος, ὑπερμεγέθης, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516.
Greek Monolingual
πάμμεγας, -άλη, -α (Α)
ο πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μέγας.
Greek Monotonic
πάμμεγᾰς: -άλη, -α, πολύ μεγάλος, πελώριος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πάμμεγας: παμμεγάλη, πάμμεγα весьма большой, огромный: δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι Plat. это, кажется, чрезвычайно важно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμμεγας -μεγάλη -μεγα [πᾶς, μέγας] enorm, immens; overdr. heel belangrijk:. δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα de professionals denken dat dat enorm belangrijk is Plat. Phaedr. 273a.