παρορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-ορύσσω erlangs graven.
|elnltext=παρ-ορύσσω erlangs graven.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to dig alongside or [[parallel]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to dig one [[against]] [[another]], as was done by men in [[training]] for a [[preparatory]] [[exercise]] as the Olympic games.
}}
}}

Revision as of 05:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρορύσσω Medium diacritics: παρορύσσω Low diacritics: παρορύσσω Capitals: ΠΑΡΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: parorýssō Transliteration B: paroryssō Transliteration C: parorysso Beta Code: paroru/ssw

English (LSJ)

Att. παρορύττω,

   A dig alongside or parallel, τάφρον Th.6.101.    II dig one against another, D.L.6.27 :—Med., Arr.Epict.3.15.4, Epict.Ench.29.2.

German (Pape)

[Seite 527] att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παρορύσσω: Ἀττικ. -ττω, ὀρύσσω πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.

French (Bailly abrégé)

creuser auprès, acc..
Étymologie: παρά, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

και παρορύττω Α ορύσσω
1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο
2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος.

Greek Monotonic

παρορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω κατά μήκος ή παραλλήλως, σε Θουκ.
II. αμιλλώμαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλο, όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.

Russian (Dvoretsky)

παρορύσσω: атт. παρορύττω
1) выкапывать рядом (τάφρον Thuc.);
2) рыть землю (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ορύσσω erlangs graven.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to dig alongside or parallel, Thuc.
II. to dig one against another, as was done by men in training for a preparatory exercise as the Olympic games.