πέπλωμα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πέπλωμα:''' ατος τό Trag. = [[πέπλος]] 2. | |elrutext='''πέπλωμα:''' ατος τό Trag. = [[πέπλος]] 2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πέπλωμα]], ατος, τό, [as if from πεπλόω]<br />a [[robe]], Trag. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, in Trag.,
A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).
German (Pape)
[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.
Greek (Liddell-Scott)
πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].
Greek Monotonic
πέπλωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το πεπλόω), ένδυμα, σε Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.
Russian (Dvoretsky)
πέπλωμα: ατος τό Trag. = πέπλος 2.