πελαγῖτις: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πελᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.). | |elrutext='''πελᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πελᾰγῖτις, ιδος,<br />fem. adj. of or on the sea, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ιδος, fem. Adj.
A of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.
Greek Monotonic
πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.
Russian (Dvoretsky)
πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).
Middle Liddell
πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.