πεφροντισμένως: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig. | |elnltext=πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from perf. [[pass]]. [[part]]. of [[φροντίζω]]<br />[[carefully]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:35, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv., (φροντίζω)
A carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.; π. ἔχειν Ael.NA3.33.
German (Pape)
[Seite 607] (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
πεφροντισμένως: Ἐπίρρ. τοῦ φροντίζω, ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec prudence.
Étymologie: πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de φροντίζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με φροντίδα, με σύνεση
2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος του φροντίζω.
Greek Monotonic
πεφροντισμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φροντίζω, επιμελώς, με προσοχή, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
πεφροντισμένως: рассудительно, разумно Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφροντισμένως, adv. van ptc. perf. med.-pass. van φροντίζω, zorgvuldig.