ἀλάστορος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />under the [[influence]] of an [[ἀλάστωρ]]: [[suffering]] [[cruelly]], Soph. | |mdlsjtxt=<br />under the [[influence]] of an [[ἀλάστωρ]]: [[suffering]] [[cruelly]], Soph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀλάστορος]] -ον [[ἀλάστωρ]] die wraak wil. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A under influence of an ἀλάστωρ, A.Fr.294: crying for vengeance, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974 (lyr.). II epith. of Zeus, avenging, Pherecyd. 175 J.
German (Pape)
[Seite 89] Nebenform von ἀλάστωρ, Aesch. frg. B. A. 382; ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις Soph. Ant. 962, fluchwürdig, gottlos geblendete.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάστορος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν ἀλάστορος διατελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90 (κατ’ αἰτιατ. ἀρσ. ἀλάστορον): ὑποφέρων σκληρῶς, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις, Σοφ. Ἀντ. 974 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui souffre cruellement;
2 envoyé par un dieu vengeur ou un mauvais génie ; funeste;
3 subst. ὁ ἀλάστορος mauvais génie.
Étymologie: ἀλάστωρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que exige venganza ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974
•vengador epít. de Zeus, Pherecyd.175, en Tasos Thasos 3.p.127 (V a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. genio maléfico πρευμενής ἀ. A.Fr.92a.
Greek Monolingual
ἀλάστορος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση του κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επίθ. ἀλἀστωρ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία.
Greek Monotonic
ἀλάστορος: -ον, αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση ενός ἀλάστορος, αυτός που υποφέρει σκληρή μεταχείριση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάστορος: (ᾰλ) ниспосланный в виде мести, являющийся страшным возмездием (ὀμμάτων κύκλοι, sc. Οἰδίπου Soph.; οἰζύς Eur.).
Middle Liddell
under the influence of an ἀλάστωρ: suffering cruelly, Soph.