πολλαπλήσιος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος. | |elnltext=πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολλαπλήσιος]], η, ον [ionic for [[πολλαπλάσιος]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:57, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολλαπλάσιος.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος.
Greek Monotonic
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ιων. αντί πολλαπλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλήσιος: ион. = πολλαπλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος.
Middle Liddell
πολλαπλήσιος, η, ον [ionic for πολλαπλάσιος.]