πηλόδομος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηλόδομος:''' построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.). | |elrutext='''πηλόδομος:''' построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πηλό-δομος, ον, [[δέμω]]<br />[[clay]]-built, τοῖχοι Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].
Greek Monotonic
πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).