γειτόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γειτόνησις:''' εως ἡ Luc. = [[γειτόνημα]]. | |elrutext='''γειτόνησις:''' εως ἡ Luc. = [[γειτόνημα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γειτόνησις]] -εως, ἡ [[γειτονέω]] nabijheid. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq., Luc. Symp.33, Plot.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.
Greek (Liddell-Scott)
γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.
Greek Monotonic
γειτόνησις: -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γειτόνησις -εως, ἡ γειτονέω nabijheid.