υ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(42)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> <i>ύψιλον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[σύμβολο]] της ταχύτητας.———————— <b>(II)</b><br />και με [[ψίλωση]] ὐ Α<br /><b>πρόθ.</b> (<b>κυπρ. τ.</b>) επί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Κυπριακός]] τ. πρόθεσης και προρρηματικού, [[ισοδύναμος]] του <i>ἐπί</i>, <i>ο</i> [[οποίος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ū</i><i>d</i> «[[προς]] τα [[πάνω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[προς]] τα έξω» (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>ū</i><i>t</i>, γερμ. <i>aus</i>) και απαντά στους τ. [[ὕστερος]] (πιθ. και στα [[ὕσπληγξ]], [[ὕστριξ]], [[ὕβρις]]), [[ὔχηρος]] = [[ἐπίχειρον]], και πιθ. στη φρ. <i>ὐ τύχᾳ</i>, αν αυτή αντιστοιχεί σε φρ. <i>ἐπὶ τύχῃ</i> και δεν έχει προέλθει με κάποια φωνητική [[εναλλαγή]] από φρ. <i>σὺν τύχᾳ</i>. Προβλήματα γεννά η [[σύνδεση]] με δύο κυπριακούς τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[εὐτρόσσεσθαι]]<br /><i>ἐπιστρέφεσθαι</i> και <i>εὔ</i>-[[χους]]<br />[[χώνη]], όπου η [[μορφή]] <i>εὐ</i>- ([[αντί]] <i>ὑ</i>-) του α' συνθετικού παραμένει μορφολογικώς δυσερμήνευτη].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> <i>ύψιλον</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[σύμβολο]] της ταχύτητας.<br /><b>(II)</b><br />και με [[ψίλωση]] ὐ Α<br /><b>πρόθ.</b> (<b>κυπρ. τ.</b>) επί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Κυπριακός]] τ. πρόθεσης και προρρηματικού, [[ισοδύναμος]] του <i>ἐπί</i>, <i>ο</i> [[οποίος]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ū</i><i>d</i> «[[προς]] τα [[πάνω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[προς]] τα έξω» (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>ū</i><i>t</i>, γερμ. <i>aus</i>) και απαντά στους τ. [[ὕστερος]] (πιθ. και στα [[ὕσπληγξ]], [[ὕστριξ]], [[ὕβρις]]), [[ὔχηρος]] = [[ἐπίχειρον]], και πιθ. στη φρ. <i>ὐ τύχᾳ</i>, αν αυτή αντιστοιχεί σε φρ. <i>ἐπὶ τύχῃ</i> και δεν έχει προέλθει με κάποια φωνητική [[εναλλαγή]] από φρ. <i>σὺν τύχᾳ</i>. Προβλήματα γεννά η [[σύνδεση]] με δύο κυπριακούς τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[εὐτρόσσεσθαι]]<br /><i>ἐπιστρέφεσθαι</i> και <i>εὔ</i>-[[χους]]<br />[[χώνη]], όπου η [[μορφή]] <i>εὐ</i>- ([[αντί]] <i>ὑ</i>-) του α' συνθετικού παραμένει μορφολογικώς δυσερμήνευτη].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

υ: Τὸ φωνῆεν τοῦτο, πλὴν τοῦ ὅτι ἐν ταῖς διφθόγγοις αυ καὶ ευ μεταβάλλει εἰς ο, συχνὰ καὶ ὅλως ἀποβάλλεται, ὡς π.χ. ἀτός ἀντὶ αὐτὸς. Ἐν δὲ Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Monatsb. d. berl. Akad. 1874, σελ. 714, εὕρηται τὸ ὑ ἀντὶ τοῦ ἀρσεν. ἄρθρου ὁ, οὕτω· καὶ ὐ βολέμενυς (= καὶ ὁ βολήμενος = βουλόμενος). Τοῦτο δὲ συνηγορεῖ ὑπὲρ τοῦ ὅτι καὶ ἐν τοῖς σήμερον παρ’ ἡμῖν ἐν Θράκῃ, Μακεδονίᾳ καὶ Θεσσαλίᾳ καὶ εἴπου ἀλλοῦ λεγομένοις, ὑ Νικόλας, ὑ ἄνθρουπους, ὑ οὐρανὸς κτλ. αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωριστέον καὶ ὄχι τὸ θηλυκὸν ἄρθρον ἡ, ὡς ἐσχάτως ἐπεχείρησέ τις ν’ ἀποδείξῃ. Λέγεται δὲ καὶ οὑ Νικόλας, οὑ δάσκαλους κττ. ἐν Κοζάνῃ βεβαίως, ὡς ἐγὼ ἤκουσα ἰδίοις ὠσίν, ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ τῆς Μακεδονίας καὶ Θεσσαλίας, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Κωνστ. Οἰκονόμος (ἐν τῷ περὶ προφορᾶς τῆς Ἑλλ. γλ. σ. 366), οὕτω δηλ. καθὼς θέλει ὁ Χατζηδάκης, ὅτι ἐπροφέρετό ποτε τὸ ὑ ὑπὸ τῶν ἐν Παμφυλίᾳ Ἑλλήνων, τῶν ὁποίων καὶ μόνων ἡ ἐπιγραφὴ ἔχει δείξει ἕως τώρα τὸ υ ὡς ἄρθρον ἀρσενικόν. Ἔτι δὲ λέγομεν, ὅτι παρὰ Μπλατσιωτῶν Μακεδόνων, ἠκούσαμεν λεγόμενον καὶ ὔνουρο τὸ ὄνειρον καὶ ὔπουρα τὰ ὀπωρικά, προφερομένου τοῦ υ ὡς ι, καθὼς καὶ ἐν τῷ ἀρσ. ἄρθρῳ κατὰ τὰ ἀνωτέρω εἰρημένα. Ὅτι δὲ τὸ υ τῶν διφθόγγων αυ καὶ ευ καὶ ἐν τῇ νέᾳ Ἑλληνικῇ ἀποβάλλεται ἔν τισι λέξεσι, γνωστόν, ἀλλ’ οὔτε πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ὁμοίως γίνεται τοῦτο, οὔτε ἐν πάσαις ταῖς τοῦ αὐτοῦ θέματος λέξεσι, διότι λέγονται π.χ. κλάματα, ἀλλὰ καὶ κλάϋματα, λέγεται ψέμα καὶ ψεματῶ, ἀλλ’ ὄχι ψέτης οὔτε ψετίζω οὔτρ ψετάκος. Χρήζουσι δὲ ταῦτα καὶ τὰ ὅμοια πολλῆς ἐπιστασίας καὶ διευκρινήσεως, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜΑ
γλωσσ. βλ. ύψιλον
νεοελλ.
φυσ. σύμβολο της ταχύτητας.
(II)
και με ψίλωση ὐ Α
πρόθ. (κυπρ. τ.) επί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος του ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια «προς τα έξω» (πρβλ. γοτθ. ūt, γερμ. aus) και απαντά στους τ. ὕστερος (πιθ. και στα ὕσπληγξ, ὕστριξ, ὕβρις), ὔχηρος = ἐπίχειρον, και πιθ. στη φρ. ὐ τύχᾳ, αν αυτή αντιστοιχεί σε φρ. ἐπὶ τύχῃ και δεν έχει προέλθει με κάποια φωνητική εναλλαγή από φρ. σὺν τύχᾳ. Προβλήματα γεννά η σύνδεση με δύο κυπριακούς τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: εὐτρόσσεσθαι
ἐπιστρέφεσθαι και εὔ-χους
χώνη, όπου η μορφή εὐ- (αντί -) του α' συνθετικού παραμένει μορφολογικώς δυσερμήνευτη].