χούς: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(46) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α<br /><b>1.</b> παλαιό [[αττικό]] [[μέτρο]] υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αγγείο]] πόσης που είχε [[χωρητικότητα]] έναν χου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[συνεισφορά]] για την [[εξασφάλιση]] συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] [[λέσχης]] ή εταιρείας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[Χόες]]<br />η δεύτερη [[ημέρα]] της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι [[χόες]]» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χοῦς]] [[είναι]] δάνεια από το ακκαδικό <i>q</i><i>ū</i> και δεν ανήκει στην [[οικογένεια]] του <i>χέω</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ, και [[χόος]] και [[χοεύς]] και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α<br /><b>1.</b> παλαιό [[αττικό]] [[μέτρο]] υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αγγείο]] πόσης που είχε [[χωρητικότητα]] έναν χου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[συνεισφορά]] για την [[εξασφάλιση]] συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] [[λέσχης]] ή εταιρείας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[Χόες]]<br />η δεύτερη [[ημέρα]] της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι [[χόες]]» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χοF</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]] τών -<i>οο</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[χοῦς]] [[είναι]] δάνεια από το ακκαδικό <i>q</i><i>ū</i> και δεν ανήκει στην [[οικογένεια]] του <i>χέω</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[χοός]] και χοῡ, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χους]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα της εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια του χέω].
(II)
χοός και χοῡ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.