χιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(4b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΝΜΑ, και ιων. τ. [[χιέζω]] Α [[χεῑ</i>/<i>χῑ]]<br /><b>1.</b> [[χαράζω]] γραμμές που διασταυρώνονται σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>2.</b> [[τέμνω]] σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] σταυροειδώς, [[διασταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] το [[σημείο]] Χ για την [[επισήμανση]] νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε [[έγγραφο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> [[διατάσσω]] [[τέσσερεις]] προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, [[χρησιμοποιώ]] το χιαστό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]], [[ακυρώνω]] [[έγγραφο]] με [[χιαστί]] γραμμές.———————— <b>(II)</b><br />Α [[Χῑος]]<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Χίους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[μιμούμαι]] τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΝΜΑ, και ιων. τ. [[χιέζω]] Α [[χεῑ</i>/<i>χῑ]]<br /><b>1.</b> [[χαράζω]] γραμμές που διασταυρώνονται σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>2.</b> [[τέμνω]] σε [[σχήμα]] Χ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] σταυροειδώς, [[διασταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] το [[σημείο]] Χ για την [[επισήμανση]] νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε [[έγγραφο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> [[διατάσσω]] [[τέσσερεις]] προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, [[χρησιμοποιώ]] το χιαστό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]], [[ακυρώνω]] [[έγγραφο]] με [[χιαστί]] γραμμές.<br /><b>(II)</b><br />Α [[Χῑος]]<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τους Χίους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[μιμούμαι]] τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χῑάζω:''' <b class="num">I</b> [[Χῖος]] петь на хиосский лад Arph.<br /><b class="num">II</b> [χῖ]<br /><b class="num">1)</b> помечать крестом: δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένος Diod. отмеченный двумя крестообразно расположенными линиями;<br /><b class="num">2)</b> рит. (см. [[χιασμός]]) располагать хиастически (χιαζομένη [[περίοδος]]).
|elrutext='''χῑάζω:''' <b class="num">I</b> [[Χῖος]] петь на хиосский лад Arph.<br /><b class="num">II</b> [χῖ]<br /><b class="num">1)</b> помечать крестом: δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένος Diod. отмеченный двумя крестообразно расположенными линиями;<br /><b class="num">2)</b> рит. (см. [[χιασμός]]) располагать хиастически (χιαζομένη [[περίοδος]]).
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑάζω Medium diacritics: χιάζω Low diacritics: χιάζω Capitals: ΧΙΑΖΩ
Transliteration A: chiázō Transliteration B: chiazō Transliteration C: chiazo Beta Code: xia/zw

English (LSJ)

   A play the Chian: esp. imitate the Chian musician Democritus, Ar.Fr.912 (anap.), Poll.4.65.    II χῑάζω, mark with two lines crossing like a X:—Pass., ζῷα δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένα D.S.2.58: esp. of words or lines in which the critic wishes to point out something remarkable, τὸ δὲ τοιοῦτον κεχίασται Sch.S.Ph.201; χιάζεται ὁ στίχος (in allusion to the word Ἑλένη) Sch.E.Or.81, etc.; absurdly expld. by Eust.1462.41.    2 Rhet., arrange four clauses crosswise, Hermog.Inv.4.3, Porph. in Cat.79.6.    3 make a cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.31 (χιεζοῦμεν codd.).    4 cross out, cancel a document, PFlor.61.65 (i A. D.), POxy.1282.34 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1355] 1) mit einem χ bezeichnen, ein χ als Zeichen des Ungewöhnlichen od. des Verdächtigen, der Unechtheit neben ein Wort, einen Vers setzen, vgl. χ; – Etwas wie ein χ bilden, es kreuzweise setzen, stellen, decussare; dah. vom Wundarzt = einen Kreuzschnitt machen; – durchkreuzen; Sp. – 2) von Χῖος, wie ein Chier handeln, Ar. bei Suid.; bes. die künstliche Manier des Demokrit von Chios in der Tonkunst nachahmen.

French (Bailly abrégé)

1chanter à la mode de Chios, càd exécuter des modulations trop savantes à la façon de Démocritos de Chios.
Étymologie: Χίος.
2I. marquer d’un χ;
II. disposer en forme de χ, càd en croix, particul.
1 t. de rhét. χιαζομένη περίοδος période avec chiasme;
2 t. de méd. faire une incision en croix.
Étymologie: χῖ.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [[χεῑ/χῑ]]
1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ
2. τέμνω σε σχήμα Χ
νεοελλ.
1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω
2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο
αρχ.
1. (ρητ.) διατάσσω τέσσερεις προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, χρησιμοποιώ το χιαστό σχήμα
2. διαγράφω, ακυρώνω έγγραφο με χιαστί γραμμές.
(II)
Α Χῑος
1. μιμούμαι τους Χίους
2. (ειδικά) μιμούμαι τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.

Russian (Dvoretsky)

χῑάζω: I Χῖος петь на хиосский лад Arph.
II [χῖ]
1) помечать крестом: δυσὶ γραμμαῖς κεχιασμένος Diod. отмеченный двумя крестообразно расположенными линиями;
2) рит. (см. χιασμός) располагать хиастически (χιαζομένη περίοδος).