ἄκωλος: Difference between revisions
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η -ο [[κώλος]]<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, [[δηλαδή]] επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς<br /><b>2.</b> (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η -ο [[κώλος]]<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, [[δηλαδή]] επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς<br /><b>2.</b> (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο.<br /><b>(II)</b><br />[[ἄκωλος]], -ον (Α) [[κῶλον]]<br />αυτός που δεν έχει κώλα, [[δηλαδή]] [[μέλη]], ο ακρωτηριασμένος.<br /><b>(III)</b><br />[[ἄκωλος]], -ον (Μ) [[κωλῆ]]<br />αυτός που δεν έχει [[κωλή]], [[δηλαδή]] την κατάλληλη [[συνάρθρωση]], και [[επομένως]] αυτός που κινείται [[αργά]] και δύσκολα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A without limbs, mutilated, Paus.1.24.3. II illjointed, and so, moving slowly, gloss on ἄωροι πόδες, Sch.Od.12.89.
German (Pape)
[Seite 87] gliederlos, Paus. 1, 24, 3, von den Hermen; Aristarch. erklärt so ἄωρος Od. 12, 89.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκωλος: -ον, ἄνευ κώλων, ἤτοι μελῶν, ἠκρωτηριασμένος, Παυσ. 1. 24, 3. ΙΙ. κακῶς συνηρθρωμένος, ἑπομένως βραδυπορῶν, βραδέως κινούμενος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 89.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de miembros Ἑρμαῖ Paus.1.24.3.
2 carente de huesos de los miembros colgantes de Escila, glos. a ἄωροι (πόδες) Aristarch. en Sch.Od.12.89.
Greek Monolingual
(I)
-η -ο κώλος
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς
2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο.
(II)
ἄκωλος, -ον (Α) κῶλον
αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος.
(III)
ἄκωλος, -ον (Μ) κωλῆ
αυτός που δεν έχει κωλή, δηλαδή την κατάλληλη συνάρθρωση, και επομένως αυτός που κινείται αργά και δύσκολα.