ὑποκλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(4b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λυγίζω]] λίγο τα γόνατα («[[ὕπτιος]] [[αὐτοκύλιστος]] ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για λύχνο) [[σβήνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ἄρχεται ἤδη [[λύχνος]] ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῑς μητράσιν», Λόγγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[βογγώ]], [[γογγύζω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλάζω]] «[[βγάζω]] οξύ, διαπεραστικό ήχο, [[κράζω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λυγίζω]] λίγο τα γόνατα («[[ὕπτιος]] [[αὐτοκύλιστος]] ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για λύχνο) [[σβήνω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («ἄρχεται ἤδη [[λύχνος]] ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῑς μητράσιν», Λόγγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη»].<br /><b>(II)</b><br />Α<br />[[βογγώ]], [[γογγύζω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλάζω]] «[[βγάζω]] οξύ, διαπεραστικό ήχο, [[κράζω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποκλάζω:''' оседать, перен. гаснуть ([[λύχνος]] ὑποκλάζεται Anth.).
|elrutext='''ὑποκλάζω:''' оседать, перен. гаснуть ([[λύχνος]] ὑποκλάζεται Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλάζω Medium diacritics: ὑποκλάζω Low diacritics: υποκλάζω Capitals: ΥΠΟΚΛΑΖΩ
Transliteration A: hypoklázō Transliteration B: hypoklazō Transliteration C: ypoklazo Beta Code: u(pokla/zw

English (LSJ)

   A bend the knees under one, sink down, Hld.7.7, Nonn.D.43.47; ὑ. τινί bow the knee before... ib.47. 627; ἄρνες ταῖς μητράσιν ὑποκλάσαντες τὴν θηλὴν ἔσπασαν Longus 3.13 (ὑ. αὑτοὺς codd.); ὑπώκλασε γαῖα χανοῦσα (in an earthquake) Epic. in BKT5(1) p.85 (iv B. C.): metaph. of an expiring lamp, AP 5.278 (Paul. Sil.); of a declining fever, Paul.Aeg.2.47; τὰ δ' ὑπείροχ', ὁπανίκα νεύσω, κῦρος ὑποκλάζοισ' the mighty, when I nod, bow down before my power, Hymn.Is.143.
ὑπο-κλάζω or ὑπο-κλαγγάνω,

   A cry out a little, groan, τί μάτην ὑπέκλᾰγες; S.Ichn. 171 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1220] allmälig in die Kniee sinken, niederkauern; übertr., ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος Paul. Sil. 28 (V, 279); von sinkendem Muthe, ὑποκλασθέντα θυμὸν χαλᾶν Agath. 4 (V, 216), was aber auch von ὑποκλάω abgeleitet werden kann.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλάζω: ὀκλάζω ὀλίγον κατὰ μικρὸν κάμπτω τὰ γόνατα καὶ «ζαρώνω», Ἡλιόδ. 7. 7, Νόνν. Δ. 43. 47˙ ὑπ. τινί, κάμπτομαι, ταπεινοῦμαι ἐνώπιόν τινος, ὁ αὐτ. 47. 627˙ - μεταφορ., ἐπὶ λύχνου ἑτοίμου νὰ σβεσθῇ, Ἀνθ. Παλ. 5. 279. ΙΙ μεταβ., κατακάμπτω τινά, ὑπ. αὑτούς τινι Λόγγ. 3. 8. - Παθ., Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφ. 251, 735.

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ
1. λυγίζω λίγο τα γόνατα («ὕπτιος αὐτοκύλιστος ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», Νόνν.)
2. (με δοτ.) ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον
3. μτφ. (για λύχνο) σβήνω σιγά σιγά («ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.)
4. (μτβ.) κάμπτω, λυγίζω («ὑποκλάσαντες αὐτοὺς ταῑς μητράσιν», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη»].
(II)
Α
βογγώ, γογγύζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλάζω «βγάζω οξύ, διαπεραστικό ήχο, κράζω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλάζω: оседать, перен. гаснуть (λύχνος ὑποκλάζεται Anth.).