ὀρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(29)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.<br /><b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
}}
}}

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρώδης Medium diacritics: ὀρρώδης Low diacritics: ορρώδης Capitals: ΟΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orrṓdēs Transliteration B: orrōdēs Transliteration C: orrodis Beta Code: o)rrw/dhs

English (LSJ)

ες

   A, (ὄρρος) pertaining to the rump, Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127.    II false spelling of ὀρώδης 11 (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρώδης: -ες, (ὀρρός, εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. (ὄρρος Β) = οὐρώδης, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.
(II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).