υποτρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(44) |
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποτρίζω]] ΝΜΑ [[τρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) | |mltxt=[[ὑποτρίζω]] ΝΜΑ [[τρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι [[υποτρίζοντες]]<br />(ενν. <i>ρόγχοι</i>) <b>ιατρ.</b> ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί [[κατά]] την [[ακρόαση]] του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο [[κατά]] την [[εισπνοή]] όσο και [[κατά]] την [[εκπνοή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιγοτρίζω («[[λεπτὸν]] ὑποτρίζων έδιχάζετο [[δόχμιος]] [[αὐχήν]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]] τριγμό [[αποκάτω]] («[[οἷον]] ἐκ μυχοῡ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους [[βαρύ]] τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> (για διάφορα ζώα) [[βγάζω]] ήχο που μοιάζει με [[τρίξιμο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 14 January 2019
Greek Monolingual
ὑποτρίζω ΝΜΑ τρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτω («οἷον ἐκ μυχοῡ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.