προοπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(4)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προοπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προοπτική]]<br /><b>2.</b> αυτός που απεικονίζεται με [[βάση]] τους κανόνες της προοπτικής (α. «προοπτικό [[σχέδιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[προοπτική]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[προοπτικός]]<br />(<i>ανατ</i>.) το πρόσθιο [[τμήμα]] του υποθαλάμου που βρίσκεται [[μπροστά]] από το οπτικό [[χίασμα]] και συνδέεται λειτουργικά με την [[υπόφυση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προοπτική]] [[προβολή]]»<br /><b>(φωτογραμμ.)</b> η [[προβολή]] σημείων [[πάνω]] σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την [[τεχνική]] της προοπτικής<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόβλεψη]], [[προορατικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προοπτικώς]] και [[προοπτικά]] Ν<br /><b>1.</b> (καλ. τεχν.) με [[προοπτική]], σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτικός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[προοπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προοπτική]]<br /><b>2.</b> αυτός που απεικονίζεται με [[βάση]] τους κανόνες της προοπτικής (α. «προοπτικό [[σχέδιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[προοπτική]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προοπτικός]]<br />(<i>ανατ</i>.) το πρόσθιο [[τμήμα]] του υποθαλάμου που βρίσκεται [[μπροστά]] από το οπτικό [[χίασμα]] και συνδέεται λειτουργικά με την [[υπόφυση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προοπτική]] [[προβολή]]»<br /><b>(φωτογραμμ.)</b> η [[προβολή]] σημείων [[πάνω]] σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την [[τεχνική]] της προοπτικής<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόβλεψη]], [[προορατικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προοπτικώς]] και [[προοπτικά]] Ν<br /><b>1.</b> (καλ. τεχν.) με [[προοπτική]], σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής<br /><b>2.</b> στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτικός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προοπτικός:''' касающийся предвидения: τὰ Προοπτικά Diog. L. «О предвидении» (сочинение Гераклита).
|elrutext='''προοπτικός:''' касающийся предвидения: τὰ Προοπτικά Diog. L. «О предвидении» (сочинение Гераклита).
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοπτικός Medium diacritics: προοπτικός Low diacritics: προοπτικός Capitals: ΠΡΟΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooptikós Transliteration B: prooptikos Transliteration C: prooptikos Beta Code: prooptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for foreseeing, Προοπτικόν, τό, title of work by Heraclides, D.L.5.88.

Greek (Liddell-Scott)

προοπτικός: -ή, -όν, ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλεψιν, προορατικός· Προοπτικά, τά, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Ἡρακλείδου, Διογ. Λ. 5. 88.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προοπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική
2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες της προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο»)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική
4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός
(ανατ.) το πρόσθιο τμήμα του υποθαλάμου που βρίσκεται μπροστά από το οπτικό χίασμα και συνδέεται λειτουργικά με την υπόφυση
5. φρ. «προοπτική προβολή»
(φωτογραμμ.) η προβολή σημείων πάνω σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική της προοπτικής
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόβλεψη, προορατικός.
επίρρ...
προοπτικώς και προοπτικά Ν
1. (καλ. τεχν.) με προοπτική, σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής
2. στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀπτικός (< θ. οπ- του ὄπωπα)].

Russian (Dvoretsky)

προοπτικός: касающийся предвидения: τὰ Προοπτικά Diog. L. «О предвидении» (сочинение Гераклита).