ἀντίφερνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
(1a)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίφερνος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ἀντίφερνα]]<br />τα δώρα που έδινε ο [[γαμπρός]] [[πριν]] από τον γάμο σε [[ανταπόδοση]] της προίκας που θα έπαιρνε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — [[αντί]] για [[προίκα]] στην [[Τροία]] χαλασμό (Αισχύλος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φερνή]] «[[προίκα]]»].
|mltxt=[[ἀντίφερνος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ἀντίφερνα]]<br />τα δώρα που έδινε ο [[γαμπρός]] [[πριν]] από τον γάμο σε [[ανταπόδοση]] της προίκας που θα έπαιρνε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — [[αντί]] για [[προίκα]] στην [[Τροία]] χαλασμό (Αισχύλος).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φερνή]] «[[προίκα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφερνος Medium diacritics: ἀντίφερνος Low diacritics: αντίφερνος Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: antíphernos Transliteration B: antiphernos Transliteration C: antifernos Beta Code: a)nti/fernos

English (LSJ)

ον, (φερνή)

   A instead of a dower, ἀ. φθορά A.Ag.406 (lyr.).    II ἀντίφερνα, τά, = donatio propter nuptias, Cod.Just.5.3.20.

German (Pape)

[Seite 263] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφερνος: -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν προῖκα, ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient lieu de dot, en guise de dot.
Étymologie: ἀντί, φερνή.

Spanish (DGE)

-ον
1 como dote φθορά A.A.406.
2 plu. subst. τὰ ἀντίφερνα dote, donatio propter nuptias, Cod.Iust.5.3.20.

Greek Monolingual

ἀντίφερνος, -ον (AM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα
τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
αρχ.
φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + φερνή «προίκα»].

Greek Monotonic

ἀντίφερνος: -ον (φερνή), αυτός που αντικαθιστά την προίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφερνος: ирон. служащий вместо приданого (φθορά Aesch.).

Middle Liddell

φερνή
instead of a dower, Aesch.