μύρσινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύρσινος]] και αττ. τ. [[μύρρινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρσίνη]], [[μύρτινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μύρσινος]]<br />[[μυρσίνη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μυρσίνη]]<br />[[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μύρσινον</i><br />το κατώτερο [[μέρος]] του ανδρικού αιδοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φύτις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυτό]]) -[[φύσις]], πέρυτι-[[πέρυσι]]. Στην αττ. διάλ. [[μετά]] την συριστικοποίηση το -<i>σ</i>- του συμπλέγματος -<i>ρσ</i>- αφομοιώνεται σε -<i>ρ</i>- [[μύρρινος]] (<b>πρβλ.</b> [[θάρσος]] - [[θάρρος]], [[ἄρσην]] - [[ἄρρην]])].
|mltxt=[[μύρσινος]] και αττ. τ. [[μύρρινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρσίνη]], [[μύρτινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μύρσινος]]<br />[[μυρσίνη]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μυρσίνη]]<br />[[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μύρσινον</i><br />το κατώτερο [[μέρος]] του ανδρικού αιδοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]]) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- σε -<i>σ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>φύτις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυτό]]) -[[φύσις]], πέρυτι-[[πέρυσι]]. Στην αττ. διάλ. [[μετά]] την συριστικοποίηση το -<i>σ</i>- του συμπλέγματος -<i>ρσ</i>- αφομοιώνεται σε -<i>ρ</i>- [[μύρρινος]] (<b>πρβλ.</b> [[θάρσος]] - [[θάρρος]], [[ἄρσην]] - [[ἄρρην]])].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρσῐνος Medium diacritics: μύρσινος Low diacritics: μύρσινος Capitals: ΜΥΡΣΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrsinos Transliteration B: myrsinos Transliteration C: myrsinos Beta Code: mu/rsinos

English (LSJ)

Att. μύρρῐνος, η, ον,

   A = μύρτινος, of myrtle, [μύρον] Thphr.Od.27; ὄζος Call.Dian.202; ἔλαιον Androm. ap. Gal.13.687, al., cf. PPetr.2p.114 (iii B. C.).    II Subst. μύρρινος, ὁ, = μυρσίνη 1.1, Thphr.HP1.3.3, al.    2 μυρσίνη (with or without σμίλη), ἡ, convex scalpel, Gal.2.477, al.    3 μύρρινον, τό, upper part of membrum virile, Ar.Eq.964.

German (Pape)

[Seite 222] = μύῤῥινος; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; ὄζος, Callim. H. Dian. 203.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσῐνος: μεταγεν. Ἀττ. μύρρινος, -η, -ον, = μύρτινος, ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202· - ὡς οὐσιαστ., = μύρτος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 le petit myrte, plante;
2 « le bouton de fleur », le clitoris.
Étymologie: μύρτον.

Greek Monolingual

μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη, μύρτινος
2. το αρσ. ως ουσ.μύρσινος
μυρσίνη
3. το θηλ. ως ουσ.μυρσίνη
κοίλη σμίλη
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μύρσινον
το κατώτερο μέρος του ανδρικού αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτινος (< μύρτος) με συριστικοποίηση του -τ- σε -σ- πριν από το -ι-, πρβλ. φύτις (< φυτό) -φύσις, πέρυτι-πέρυσι. Στην αττ. διάλ. μετά την συριστικοποίηση το -σ- του συμπλέγματος -ρσ- αφομοιώνεται σε -ρ- μύρρινος (πρβλ. θάρσος - θάρρος, ἄρσην - ἄρρην)].