καματερός: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(19) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καματερός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή
εργάσιμη μέρα, καθημερινή
3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό
α) βόδι κατάλληλο για όργωμα
β) οι μεταξοσκώληκες
γ) το πεύκο
νεοελλ.
φιλόπονος, προκομμένος, εργατικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καματερόν
γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι
2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καματηρός, με τροπή του -η- σε -ε- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].