αφτί: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος, όργανο της ακοής<br /><b>2.</b> [[λαβή]], [[χερούλι]] δοχείου, σάκου κ.λπ.<br /><b>3.</b> «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.<br />ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο [[άκρα]] ή να ρυθμίζουν το [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται<br />β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε<br />γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ<br />δ) «δεν ιδρώνει τ' [[αφτί]] του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται<br />ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη<br />στ) «απ' τ' [[αφτί]] και στον δάσκαλο» (για [[προσαγωγή]] με τη βία ή άμεσο κολασμό)<br />ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή [[επίθεση]]<br />η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται [[μυστικά]] με δυνατή [[φωνή]])<br />θ) «[[είμαι]] όλος αφτιά» — [[ακούω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όπως φαίνεται από την [[ετυμολογία]] που ακολουθεί, ο [[ορθός]] [[τρόπος]] [[γραφής]] της λ. [[είναι]] [[αφτί]] (όχι [[αυτί]]). Ο τ. προέκυψε ως [[εξής]]: τα [[ωτία]] &GT; <i>τα uτiα</i> (με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε ημίφωνο -<i>u</i>-) &GT; <i>ταuτια</i> &GT; <i>τἀυτία</i> &GT; <i>τἀφτιά</i> &GT; <i>αφτιά</i> και [[έπειτα]] και εν. [[αφτί]]. (Ανάλογο σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> στο [[αβγό]])].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος, όργανο της ακοής<br /><b>2.</b> [[λαβή]], [[χερούλι]] δοχείου, σάκου κ.λπ.<br /><b>3.</b> «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.<br />ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο [[άκρα]] ή να ρυθμίζουν το [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται<br />β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε<br />γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ<br />δ) «δεν ιδρώνει τ' [[αφτί]] του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται<br />ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη<br />στ) «απ' τ' [[αφτί]] και στον δάσκαλο» (για [[προσαγωγή]] με τη βία ή άμεσο κολασμό)<br />ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή [[επίθεση]]<br />η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται [[μυστικά]] με δυνατή [[φωνή]])<br />θ) «[[είμαι]] όλος αφτιά» — [[ακούω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όπως φαίνεται από την [[ετυμολογία]] που ακολουθεί, ο [[ορθός]] [[τρόπος]] [[γραφής]] της λ. [[είναι]] [[αφτί]] (όχι [[αυτί]]). Ο τ. προέκυψε ως [[εξής]]: τα [[ωτία]] > <i>τα uτiα</i> (με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε ημίφωνο -<i>u</i>-) > <i>ταuτια</i> > <i>τἀυτία</i> > <i>τἀφτιά</i> > <i>αφτιά</i> και [[έπειτα]] και εν. [[αφτί]]. (Ανάλογο σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> στο [[αβγό]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

το
1. μέλος του σώματος, όργανο της ακοής
2. λαβή, χερούλι δοχείου, σάκου κ.λπ.
3. «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.
ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο άκρα ή να ρυθμίζουν το πλάτος
4. φρ. α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται
β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε
γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ
δ) «δεν ιδρώνει τ' αφτί του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται
ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη
στ) «απ' τ' αφτί και στον δάσκαλο» (για προσαγωγή με τη βία ή άμεσο κολασμό)
ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή επίθεση
η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται μυστικά με δυνατή φωνή)
θ) «είμαι όλος αφτιά» — ακούω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όπως φαίνεται από την ετυμολογία που ακολουθεί, ο ορθός τρόπος γραφής της λ. είναι αφτί (όχι αυτί). Ο τ. προέκυψε ως εξής: τα ωτία > τα uτiα (με τροπή του -ν- σε ημίφωνο -u-) > ταuτια > τἀυτία > τἀφτιά > αφτιά και έπειτα και εν. αφτί. (Ανάλογο σχηματισμό πρβλ. στο αβγό)].